Ένα έτος κατά το οποίο το μοντέλο της οικονομίας της Ευρωζώνης εκτιμά η Citi ότι θα είναι το 2026, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη μεγάλες δομικές αλλαγές. Ωστόσο, η Citi θεωρεί ότι ο αναπτυξιακός ρυθμός της Ευρωζώνης θα περιοριστεί στο 1,2% τη νέα χρονιά, από 1,4% φέτος, ενώ θα επιταχυνθεί στο 1,5% από το 2027.
Όπως εξηγεί η Citi, για να αξιολογηθούν σωστά οι προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας το 2026, πρέπει να γίνουν αντιληπτές από τη σκοπιά των δομικών αλλαγών που υφίσταται το αναπτυξιακό μοντέλο της Ευρώπης, κυρίως ως συνέπεια της αναδιάταξης της παγκόσμιας γεωπολιτικής τάξης. Οι επιδόσεις της Ευρώπης το 2026 δεν αναμένεται να καθοριστούν κυρίως από κυκλικούς παράγοντες. Είναι αμφίβολο αν η Ευρώπη διανύει έναν παραδοσιακό κύκλο, όπως αυτόν της ζήτησης και του πιστωτικού κύκλου.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι οι προοπτικές της Ευρώπης είναι επίσης λιγότερο πιθανό να επηρεάζονται από την οικονομική απόδοση των κύριων εμπορικών της εταίρων, είτε πρόκειται για την Κίνα (η οποία συχνά οδηγούσε τον επενδυτικό κύκλο της Γερμανίας λόγω της ζήτησης για γερμανικά κεφαλαιουχικά αγαθά), είτε για τις ΗΠΑ.
Αντιθέτως, η έμφαση έχει μετατοπιστεί στην ικανότητα της Ευρώπης να αντικαταστήσει τη ζήτηση από το εξωτερικό με εσωτερική ζήτηση, κυρίως μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής της Γερμανίας. Η Citi πιστεύει δηλαδή ότι αυτή η αλλαγή στον αναπτυξιακό κινητήρα της Ευρώπης είναι μια δομική αλλαγή και όχι μια προσωρινή.
Επιπλέον, θεωρεί ότι αυτό μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τις επιδόσεις της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια, αν και πιθανόν όχι σε μεγάλο βαθμό το 2026.

Η αλλαγή του μοντέλου
Μετά την κρίση του ευρώ το 2010-12, οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, με εξαίρεση τη Γαλλία, ακολούθησαν το παράδειγμα της Γερμανίας υιοθετώντας ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης βασισμένο κυρίως στις εξαγωγές, το οποίο αποτυπώθηκε στα αυξανόμενα εξωτερικά πλεονάσματα της ευρωζώνης.
Κατά τη Citi αυτές τις πολιτικές του εμπορικού πλεονάσματος είναι εν μέρει υπεύθυνες για το περιβάλλον χαμηλής πληθωριστικής πίεσης της δεκαετίας του 2010, επειδή ένα εμπορικό πλεόνασμα σημαίνει ότι η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση στην εγχώρια αγορά, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αντικατοπτρίζει την υπερβάλλουσα αποταμίευση σε σχέση με τις εγχώριες επενδύσεις. Άρα η ενεργός αναζήτηση πλεονασμάτων συνεπάγεται άσκηση πιέσεων προς τα κάτω τόσο στον πληθωρισμό όσο και στα πραγματικά επιτόκια.
Αυτή η πολιτική προσέγγιση αμφισβητείται από πολλές πλευρές. Η εξαγωγική δομή της Κίνας έχει προσεγγίσει εκείνη της Γερμανίας, πράγμα που σημαίνει ότι η Κίνα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει περισσότερο ανταγωνιστής παρά πελάτης για τον γερμανικό τομέα παραγωγής.
Η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ μέχρι το 2025 αντανακλά την πρόθεση να επαναρυθμιστούν οι διμερείς εμπορικές σχέσεις, πράγμα που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον μια αξιόπιστη πηγή περιθωριακής ζήτησης για την υπερβάλλουσα προσφορά της Ευρώπης.
Η ανάγκη που έγινε… πολιτική επιλογή
Αν η καθαρή ζήτηση από το εξωτερικό δεν είναι πλέον αξιόπιστος μοχλός ανάπτυξης, η Ευρώπη πρέπει να προσπαθήσει να ενισχύσει τις εγχώριες επενδύσεις και την κατανάλωση για να την αντικαταστήσει. Έτσι η Citi βλέπει την αλλαγή στην δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας το 2025 ως μια αναγνώριση αυτής της νέας πραγματικότητας.
Οι σχετικά γενναιόδωρες αυξήσεις στους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων τα τελευταία δύο χρόνια είναι ένα ακόμα σημάδι μιας αναδυόμενης συναίνεσης, είτε συνειδητά είτε όχι, ότι η εγχώρια κατανάλωση πρέπει να παίξει μεγαλύτερο ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής ζήτησης.
Η μεγαλύτερη έμφαση στη ζήτηση από το εσωτερικό, κατά την εκτίμηση της Citi, θα έχει θετικές συνέπειες για την Ευρώπη από πολιτική σκοπιά, καθώς θα ευθυγραμμίσει τα οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών με τα πολιτικά συμφέροντα που τις συνδέουν.
Για πολλά χρόνια, οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη ήταν πλήρως αφοσιωμένες στο να κρατήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη ενωμένες ως πολιτικές οντότητες, αλλά έδειχναν λιγότερο ενδιαφέρον για το αν οι εταίροι τους παρουσίαζαν ανάπτυξη.
Η Citi βλέπει ότι αυτό μπορεί τώρα να αλλάζει. Όσο λιγότερη καθαρή ζήτηση προέρχεται από το εξωτερικό, τόσο πιο σημαντικό είναι για κάθε χώρα να έχει ανάπτυξη από τους άμεσους γείτονές της. Δεδομένης της επιτυχούς εμπειρίας του NGEU, αυτό μπορεί να κάνει πολλές κυβερνήσεις (πρώτα και κύρια αυτή της Γερμανίας) πιο θετικές σχετικά με τη χρηματοδότηση και την επένδυση από κοινού στην ΕΕ, κάτι που ήδη βλέπουμε και το οποίο εκτιμούμε θετικά.
Προς επενδυτικό boom;
Σε αυτό το πλαίσιο, η Citi βλέπει ότι το αυξημένο ενδιαφέρον των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών για τις επενδύσεις άμυνας είναι σημαντικό και καίριο. Φυσικά αυτή η έμφαση στην άμυνα κυρίως αποδίδεται σε ένα εξελισσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον που αναγκάζει την Ευρώπη να αναθεωρήσει την αμυντική της δόγμα, το οποίο αναπτύχθηκε άμεσα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προς μια πιο ανεξάρτητη κατεύθυνση και με λιγότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Αυτό θα απαιτούσε την κάλυψη των «κενών» στο αμυντικό σύστημα της Ευρώπης, με την ενίσχυση της ικανότητας σε τομείς όπως η πυρηνική αποτροπή, η συλλογή πληροφοριών και άλλες διαστάσεις της άμυνας που σήμερα «ανήκουν» στις ΗΠΑ. Η πραγματοποίηση αυτών των επενδύσεων δεν συνεπάγεται χρόνια, αλλά δεκαετίες μεγάλης κλίμακας δαπανών, εξηγεί η Citi.
Για παράδειγμα, η κατασκευή ενός στρατηγικού πυρηνικού υποβρυχίου διαρκεί περίπου δέκα χρόνια και το ποσό που έχει προϋπολογιστεί από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για την αντικατάσταση των τεσσάρων υποβρυχίων είναι 41 δισεκατομμύρια στερλίνες (εκ των οποίων 31 δισεκατομμύρια για τον βασικό προϋπολογισμό και 10 δισεκατομμύρια για το ταμείο έκτακτης ανάγκης).
Επομένως, αν η Ευρώπη επεκτείνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, όπως πιστεύουμε ότι θα κάνει, οι επενδύσεις στην άμυνα θα είναι μεγάλες και συνεχείς. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς της άμυνας.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η Citi επισημαίνει σε αυτό το σημείο ότι οι γεωπολιτικές και αμυντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη δημιουργούν κίνητρο και ευκαιρία για την επιτάχυνση της αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου της Ευρώπης από ένα εξαγωγικό σε ένα περισσότερο εσωτερικά βασισμένο.
Η πρόθεση της Γερμανίας να επενδύσει στις υποδομές συμμετέχει επίσης σε αυτή την κίνηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η Citi περιμένει ότι οι πολλαπλασιαστές της δημόσιας επένδυσης μπορεί να ξεπεράσουν τις προσδοκίες, τόσο βραχυπρόθεσμα (επειδή οι δαπάνες θα είναι ουσιαστικά εγχώριες) όσο και μεσοπρόθεσμα (επειδή οι επενδύσεις στις υποδομές δημιουργούν θετικές εξωτερικότητες και οι επενδύσεις στην άμυνα έχουν υψηλό ποσοστό έρευνας και καινοτομίας).
Στη μεγάλη εικόνα
Από μια δομική σκοπιά, οι συνέπειες της συνεχούς αναμόρφωσης της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής παγκόσμιας τάξης φαίνονται για τη Citi θετικές για τις οικονομικές επιδόσεις της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, ή τουλάχιστον πιο θετικές από ό,τι ήταν πριν από ένα χρόνο.
Παραμένει ωστόσο της άποψης ότι η ενίσχυση της ζήτησης είναι πιο πιθανό να πραγματοποιηθεί μετά το 2027 παρά το 2026, καθώς η ανάπτυξη των επενδύσεων σε υποδομές θα καθυστερήσει λόγω των κατασκευαστικών περιορισμών και διότι πριν η επένδυση στην άμυνα αυξηθεί ουσιαστικά, πρέπει να διευκρινιστεί το νέο αμυντικό δόγμα της Ευρώπης. Αυτή η διευκρίνιση θα επιβραδυνθεί αναπόφευκτα από τη συνομοσπονδιακή πολιτική δομή της Ευρώπης, την πολιτική αβεβαιότητα της Γαλλίας στο άμεσο μέλλον και την ετερογένεια της αναγνώρισης της επείγουσας ανάγκης από διάφορες χώρες.
Επιπλέον, η Citi εξακολουθεί να περιμένει ότι η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ το 2025 θα δημιουργήσει μικρές αντιστάσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία, οι οποίες ίσως να καθυστερήσουν να εκδηλωθούν, αλλά θα εμφανιστούν.
Έτσι, ενώ διατηρεί μια πιο θετική μεσοπρόθεσμη εκτίμηση και ενώ περιμένει ότι η έξοδος της Ευρώπης από το εμπορικό μοντέλο θα ενισχύσει τελικά την ανάπτυξη, θα διατηρήσει τον πληθωρισμό και την αστάθεια του πληθωρισμού πάνω από τα επίπεδα πριν από την πανδημία και θα συνεχίσει να πιέζει τα πραγματικά επιτόκια.
Πηγή: ot.gr






