Αρθρο των Ξένη Δημητρίου, Βασίλη Ιωακειμίδη, Θεώνη Κουφονικολάκου, Γιώργου Νικολαΐδη*
Μετά από 10 και πλέον χρόνια οικονομικών, θεσμικών και υγειονομικών κρίσεων, κατά τις οποίες κλιμακώθηκαν ραγδαία τόσο οι συνθήκες φτώχειας όσο και οι κοινωνικές ανισότητες, τα παιδιά επηρεάστηκαν πολλαπλά και δυσανάλογα. Ωστόσο οι δημοσιολογούντες, που ελάχιστα έχουν να πουν για την υπερδεκαετή αυτή κοινωνική καταστροφή, δεν σταματούν να μιλούν για τη «βία» των νέων και την υποτιθέμενη «παραβατικότητά» τους.
Αρχικά, προωθήθηκε εντατικά η αναπαράσταση του «επικίνδυνου» εφήβου, του παραβάτη χωρίς όρια, μέσα από την ανάδειξη αποσπασματικών περιστατικών, υπερβολικούς τίτλους και την καλλιέργεια φόβου, που μετατρέπουν την παιδική και εφηβική ηλικία σε γενικευμένη κοινωνική απειλή. Τα εμπειρικά και ερευνητικά δεδομένα, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνουν αυτόν τον ηθικό πανικό, καθώς δείχνουν ότι οι συμπεριφορές που παρουσιάζονται ως «παραβατικές» δεν εμφανίζουν δραματική στατιστική αύξηση όπως συχνά παρουσιάζεται. Τα όποια τέτοια φαινόμενα, δε, άμεσα ως επί το πλείστο συνδέονται με συνθήκες φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού και έλλειψης υποστηρικτικών υπηρεσιών που να συνδράμουν τους πλέον ευάλωτους.
Τα τελευταία χρόνια αυστηροποιήθηκε ο Ποινικός Κώδικας διευρύνοντας, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται ο εγκλεισμός ανηλίκων σε καταστήματα κράτησης, εκεί όπου τα παιδιά εκτίθενται σε εντελώς ακατάλληλες τραυματικές συνθήκες, που το μόνο που εγγυώνται είναι η υποτροπή στην παραβατικότητα και ο αμείλικτος εγκλωβισμός τους στο περιθώριο.
Στη συνέχεια, έγινε γνωστό ότι παιδιά μπορούν να εξετάζονται χωρίς την τήρηση των στοιχειωδών δικονομικών εγγυήσεων που παρέχονται από τον νόμο (ν.4689/20), χωρίς καν να έχουν ενημερωθεί οι γονείς τους.
Eπιπρόσθετα, γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών όπου η αστυνομία φέρεται να εισβάλλει σε σχολείο και να συλλαμβάνει μαθήτριες (επειδή… έδωσαν χαστούκι σε συμμαθήτριά τους!), κι αυτό γιατί… «δεν εξυπηρετούσε η σύλληψη στο σπίτι».
Συγχρόνως, συνειδητοποιούμε καθημερινά πως η νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από την έκθεση στα ΜΜΕ (βλ. άρ. 9 παρ. 7 του Ν. 4779/2021, άρ. 10 π.δ. 77/2003) είναι μάλλον διακοσμητική, καθώς οι ανήλικοι στοχοποιούνται και στιγματίζονται συστηματικά, γίνονται γνωστά στοιχεία που καθιστούν εύκολη την ταυτοποίηση από τον κοινωνικό τους περίγυρο (ακόμα και ο τόπος διαμονής προστατευόμενων παιδιών-θυμάτων), οι καταθέσεις τους προβάλλονται και αναγιγνώσκονται με στόμφο αυτολεξεί σε καναπέδες εκπομπών ενώ πληροφορίες για τις «ανατριχιαστικές» λεπτομέρειες της κακοποίησής τους γνωστοποιούνται καθημερινά από παρουσιαστές με περίλυπο βλέμμα.
Διαπιστώνουμε λοιπόν πως σε μια χώρα που δεν διαθέτει ενιαία πολιτική και σύστημα παιδικής προστασίας:
– οι υπηρεσίες στην κοινότητα είναι ακραία υποστελεχωμένες, αποσπασματικές, διάσπαρτες σε 7 διαφορετικές δικτυώσεις υπηρεσιών – όλες αποστερημένες από όρους ανθρώπινους και υλικούς, που, όμως, έχουν άλλες αρμοδιότητες, μεθόδους και παραδόσεις εργασίας-., χωρίς καθηκοντολόγια, εργαλεία και πρωτόκολλα ενεργειών,
– δεν υπάρχει ούτε είναι στον ορίζοντα να θεσπιστούν συγκεκριμένα πρωτόκολλα διατομεακής-διεπιστημονικής συνεργασίας που να δεσμεύουν όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες στην προτεραιοποίηση της προστασίας των ανηλίκων θυμάτων και την αποφυγή της δευτερογενούς επαναθυματοποίησής τους παρότι η πολιτεία έχει στην διάθεσή της ήδη τέτοια κατατεθειμένα πρωτόκολλα,
– τα παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης περιμένουν για τη δικανική εξέταση μετά από 5-6 μήνες επειδή «δεν επαρκεί το προσωπικό» και δεν λειτουργούν κανονικά τα «Σπίτια του Παιδιού»,
– τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν επαρκούν και δεν υπάρχουν Μονάδες Μέριμνας Νέων και ανεπτυγμένες διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης,
– οι εκπαιδευτικοί δεν εκπαιδεύονται καθολικά στην αναγνώριση μορφών κακοποίησης ή τους εξελισσόμενους κίνδυνους στον οποίους εκτίθενται τα παιδιά ώστε να παρεμβαίνουν εγκαίρως και οι υπόλοιποι επαγγελματίες πεδίου δεν επανεκπαιδεύονται συστηματικά, όπως θα έπρεπε,
– η εξω-οικογενειακή φροντίδα των παιδιών βασίζεται ακόμη σε ιδρύματα που είναι εκ των πραγμάτων κακοποιητικά επαναθυματοποιώντας τα ήδη κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά φέρνοντας την Ελλάδα σε μια από τις τελευταίες θέσεις στην κατάταξη των χωρών της γεωγραφικής Ευρώπης αναφορικά με την πορεία της αποϊδρυματοποίησης,
– οι διαθέσιμες θεραπευτικές – υποστηρικτικές υπηρεσίες για παιδιά-θύματα που τυχόν δεν έχουν οικογένεια με οικονομική επιφάνεια είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες,
– λογίζεται ως φυσιολογικό το γεγονός πως το 34% των παιδιών ζει σε καθεστώς υλικής στέρησης, στην κορυφή της θλιβερής ευρωπαϊκής κατάταξης,
– το εκπαιδευτικό σύστημα αγνοεί τη φωνή των μαθητριών/μαθητών και «ποντάρει» στην κούρσα του ανταγωνισμού της «αριστείας» παραβλέποντας τις αξίες της συνεργασίας και της συμμετοχής,
Σε μια τέτοια παράξενη χώρα φαίνεται πως είναι πιο ελκυστική επικοινωνιακά η αυστηροποίηση της νομοθεσίας και η ποινικοποίηση της παιδικής ηλικίας και της σχολικής ζωής παρά η αντιμετώπιση των δομικών ελλείψεων.
Πολλοί θα πουν «καλά να πάθουν τα παλιόπαιδα» ελπίζοντας να συλλέξουν ενθουσιώδη σχόλια υποστήριξης στα διαδοχικά διαδικτυακά τελετουργικά του ηθικού πανικού μας, χωρίς ποτέ να μάθουν «τι απέγινε το παιδί», χωρίς να αναλογίζονται ότι οπουδήποτε επικράτησε η λογική της καταστολής και της ποινικοποίησης η βία στην νεότητα αυξήθηκε, ενώ μειώθηκε μόνο όπου πρυτάνευσε η τόνωση του δεσμού, της αλληλεγγύης μεταξύ των παιδιών και η συμπερίληψη ακόμα και των πιο δυσκολεμένων εφήβων και νέων.
Εμείς όμως, που έχουμε αφιερώσει την επαγγελματική και επιστημονική μας ζωή στην μελέτη και τη συνηγορία για κοινωνικές και θεσμικές συνθήκες που προάγουν την παιδική προστασία, τα δικαιώματα και την ευημερία των παιδιών, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τα εξής:
Τα παιδιά έχουν θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία προβλέπονται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού που έχει κυρωθεί με νόμο υπερνομοθετικής ισχύος (ν.2101/92), και η πολιτεία έχει την απόλυτη αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση να λαμβάνει πρωτίστως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον τους σε όλες τις αποφάσεις που τα επηρεάζουν.
Το κράτος έχει υποχρέωση να ακούει την ίδια τη φωνή των παιδιών για όλα τα ζητήματα που τα αφορούν.
Αρχή του ποινικού δικαίου των ανηλίκων είναι η αγωγή και όχι η τιμωρία και ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να διαθέτει αντανακλαστικά αντίστασης στον ηθικό πανικό αντί να τον τροφοδοτεί ποικιλοτρόπως.
Δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο στων οποίων τις ανάγκες οφείλουμε να ανταποκριθούμε. Σε τελική ανάλυση, τα παιδιά που ασκούν βία δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αστοχία του περιβάλλοντός τους σε μίκρο- και μάκρο-κλίμακα να τους δείξει μια άλλη διέξοδο, μια άλλη διαδρομή ζωής.
Η σκληρότητα μεταμφιεσμένη σε δήθεν αυστηρότητα δεν χρησιμεύει σε κανέναν και σε τίποτα, τη στιγμή που τα μέτρα που υλοποιούμε θα μας οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στην παγίδευση των παιδιών σε δίκτυα εκμετάλλευσης τα οποία οι ίδιοι θα έχουμε ενθαρρύνει με τις πράξεις μας. Όπου δεν υπάρχει ή δεν επαρκεί η κοινωνική προστασία, τότε γιγαντώνεται η κατασταλτική αντιμετώπιση των φαινομένων- αντιμετώπιση που πολλαπλασιάζει αντί να μειώνει τα κρούσματα βίας και παραβατικότητας.
Και τέλος οφείλουμε να πούμε ότι μετά τη βαθιά υπόκλιση στον φόβο και την άγρια χαρά της τιμωρίας, θα κληθούμε ως κοινωνία να πληρώσουμε τον λογαριασμό των πράξεων και των αφόρητων παραλείψεών μας.
Γιατί με τα παιδιά ό,τι δίνεις παίρνεις…
*Η Ξένη Δημητρίου είναι Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επί τιμή, ο Βασίλης Ιωακειμίδης είναι Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Επίτροπος Παιδείας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κοινωνικών Λειτουργών, η Θεώνη Κουφονικολάκου είναι Δικηγόρος, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τ. πρόεδρος Ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού (ENOC), ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης.






