Διαρκώς αυξανόμενες είναι τα τελευταία χρόνια οι δυσκολίες των νέων να βρουν σπίτι καθώς η στεγαστική κρίση επιδεινώνεται, γεγονός το οποίο επηρεάζει την παρούσα και μελλοντική ευημερία τους, τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προοπτικές τους, αλλά και τη δυνατότητά τους για δημιουργία οικογένειας ή έστω ενός ανεξάρτητου νοικοκυριού.
Η ανισορροπία στο κόστος στέγασης μεταξύ πόλεων και επαρχίας ή πιο αραιοκατοικημένων περιοχών δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο
Πολλοί νέοι παραμένουν εξαρτημένοι από τη βοήθεια που τους προσφέρουν οι δικοί τους, εξ ου και τείνουν να παραμένουν στο πατρικό τους ακόμα και μετά τα 30 τους χρόνια. Η αδυναμία πρόσβασης σε προσιτή κατοικία επιβραδύνει κρίσιμες αποφάσεις ζωής, το οποίο θα πρέπει να αποτελεί «καμπανάκι» για τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών στο μέλλον.
Εν τω μεταξύ, η κρίση στέγης στην Ευρώπη κλιμακώνεται, με τις τιμές αγοράς και ενοικίων να αυξάνονται δυσανάλογα σε σχέση με τα εισοδήματα και το θέμα της στέγασης να έχει απολέσει την κοινωνική του διάσταση, καθώς η κατοικία έχει μετατραπεί σε επενδυτικό προϊόν.

Η έκθεση του Eurofound εξετάζει το θέμα εστιάζοντας στις νέες γενιές, οι οποίες φαίνεται να βιώνουν την κρίση στέγασης ακόμα πιο έντονα σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Ωστόσο, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες του συνολικού δείγματος και σε όλα τα κύματα της έρευνας, η στεγαστική ανασφάλεια εμφανίζεται συχνότερα στην Κύπρο (12,7%), στην Ελλάδα (10,9%) και στην Πορτογαλία (9,1%).
Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Ολλανδία (2,1%), την Αυστρία (3,2%) και το Βέλγιο (4,0%). Τα ίδια μοτίβα παρατηρούνται και όταν η σύγκριση περιορίζεται στα κράτη-μέλη για τις ηλικίες 18–39 ετών, αν και τα επίπεδα στεγαστικής ανασφάλειας είναι υψηλότερα.
Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση προσιτού σπιτιού για τους νέους φαντάζει Γολγοθάς ειδικά για όσους αναζητούν σπίτι σε αστικά κέντρα. Κάποιος θα αναρωτηθεί γιατί δεν πάνε σε άλλες περιοχές και πόλεις, λιγότερο ακριβές. Ωστόσο, οι ευκαιρίες απασχόλησης και καριέρας συγκεντρώνονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και ένα φθηνό σπίτι δεν αρκεί όταν δεν έχεις δουλειά.
Τάσεις και ανισότητες
Από το 2010, οι μέσες τιμές πώλησης στην ΕΕ έχουν αυξηθεί κατά 55,4% και τα ενοίκια κατά 26,7%, ξεπερνώντας την αύξηση των εισοδημάτων για πολλές κοινωνικές ομάδες. Οι μέσοι αυτοί όροι, ωστόσο, αποκρύπτουν τη σοβαρότητα του προβλήματος σε ορισμένες περιοχές και για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού. Για παράδειγμα, σε ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ οι τιμές έχουν υπερτριπλασιαστεί.

Παράλληλα, εντός των ίδιων κρατών-μελών, οι τάσεις στις τιμές και τα ενοίκια εμφανίζουν έντονες ανισότητες μεταξύ περιοχών και βαθμών αστικοποίησης. Συνήθως, οι αυξήσεις στο κόστος στέγασης στα αστικά κέντρα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε ολόκληρη την ΕΕ, πάντως, ελάχιστα από τα ακίνητα που προσφέρονται προς ενοικίαση σε αστικές περιοχές – ιδιαιτέρως σε πρωτεύουσες και δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς – μπορούν να θεωρηθούν προσιτά για έναν νέο με διάμεσο μισθό.
Στη Βουλγαρία, την Ιρλανδία, την Πολωνία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, καθώς και σε τμήματα της Αυστρίας και της Ιταλίας, ο βαθμός μη προσιτότητας της αγοράς ενοικίασης είναι τέτοιος ώστε, σε πολλές περιοχές, θα απαιτούνταν πάνω από το 80% του μέσου μισθού για την ενοικίαση ενός τυπικού διαμερίσματος δύο δωματίων.

Γιατί «υποχρεωτικά» στην πόλη;
Στα πρώτα στάδια της επαγγελματικής τους πορείας, οι νέοι δύσκολα μπορούν να απομακρυνθούν από την πόλη διότι αυτό σημαίνει λιγότερες επαγγελματικές και εκπαιδευτικές προοπτικές. Η επιλογή περιοχής στην οποία θα αποφασίσουν να μείνουν αποτελεί «θεμελιώδη πρόκληση».
Η ανισορροπία στο κόστος στέγασης μεταξύ των πόλεων και της επαρχίας ή των λιγότερο πυκνοκατοικημένων περιοχών δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: Οι νέοι συγκεντρώνονται στις πόλεις για εργασία, αυξάνοντας περαιτέρω τη ζήτηση και τις τιμές των ακινήτων, ενώ οι περιφέρειες δυσκολεύονται να προσελκύσουν και να διατηρήσουν νεώτερο πληθυσμό.
Η εργασιακή επισφάλεια έρχεται να προστεθεί στην οικονομική αδυναμία των νέων να αντέξουν τις υψηλές τιμές και η έλλειψη αποταμιεύσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι νέοι εργαζόμενοι απασχολούνται συχνότερα με προσωρινές συμβάσεις, μερική απασχόληση ή είναι πιθανό να λαμβάνουν χαμηλότερους μισθούς. Αυτές οι συνθήκες δυσχεραίνουν την πρόσβαση τόσο στην ενοικίαση όσο και στην αγορά κατοικίας, ειδικά όταν απαιτούνται υψηλές εγγυήσεις ή προκαταβολές.
Η παραμονή στο πατρικό λόγω ανάγκης
Μία από τις πιο ορατές επιπτώσεις της κρίσης είναι και η παραμονή στο πατρικό σπίτι όχι από επιλογή, αλλά λόγω ανάγκης. Στοιχεία από έρευνες σε τέσσερα κράτη-μέλη (Τσεχία, Ολλανδία, Ισπανία και Σουηδία) δείχνουν ότι πολύ περισσότεροι άνθρωποι ζουν με γονείς, συγγενείς ή φίλους από όσους θα το επέλεγαν. Αυτή η καθυστέρηση στην απόκτηση αυτονομίας, όμως, επηρεάζει τη δυνατότητα σύναψης σταθερών σχέσεων, τη δημιουργία οικογένειας και τη συνολική αίσθηση ότι ορίζει κάποιος τη ζωή του.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η αποχώρηση από το πατρικό σπίτι αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στη μετάβαση προς την ενηλικίωση. Και παρότι υπάρχουν ουσιαστικές πολιτισμικές και κοινωνικές διαφορές ως προς το ηλικιακό όριο, υπάρχουν ενδείξεις ότι όσοι ζουν με τους γονείς τους από ανάγκη είναι πιο πιθανό να αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένοι.
Η τάση αυτή αποτυπώνεται και στα συγκεντρωτικά ευρωπαϊκά στοιχεία. Το 2024, η εκτιμώμενη μέση ηλικία αποχώρησης των νέων από το πατρικό σπίτι στην ΕΕ ήταν τα 26,2 έτη. Το μέγεθος αυτό παραμένει σχετικά σταθερό από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών.
Το 2024, η μέση ηλικία αποχώρησης από το πατρικό σπίτι ήταν κάτω των 22 ετών στα σκανδιναβικά κράτη-μέλη (Δανία, Φινλανδία και Σουηδία) και άνω των 30 ετών στα κράτη-μέλη του Νότου, όπως η Κροατία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία.
Στην ηλικιακή ομάδα 25–34 ετών στο σύνολο της ΕΕ, περίπου 30% εξακολουθεί να ζει με τους γονείς του. Ωστόσο, στα σκανδιναβικά κράτη-μέλη, το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 3% και 6%, ενώ σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας ζει στο πατρικό.

Στεγαστική κρίση: Ψυχολογικές επιπτώσεις
Η πίεση που σχετίζεται με τη στέγαση και η αβεβαιότητα που καθιστά δύσκολο τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό συνδέεται άμεσα με αυξημένα επίπεδα άγχους και ανασφάλειας. Η αίσθηση ότι «δεν μπορείς να χτίσεις τη ζωή σου» υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και ενισχύει τις ανισότητες μεταξύ γενεών.
Οι νέοι που δαπανούν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για ενοίκιο ή ζουν σε επισφαλείς στεγαστικές συνθήκες αναφέρουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής και μειωμένη ψυχική ευεξία. Η εν λόγω έκθεση αναφέρει ότι ιδίως οι νέοι της ηλικιακής ομάδας 18-29 ετών είναι πιο πιθανό να έχουν καθυστερήσεις στις πληρωμές στέγασης και λογαριασμών κοινής ωφέλειας.
Είναι επίσης πιο πιθανό να δηλώνουν ότι ενδέχεται να χρειαστεί να εγκαταλείψουν την κατοικία τους επειδή δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν στο κόστος.

Η μάστιγα της αστεγίας
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εθνικών Οργανώσεων που εργάζονται με τους άστεγους (Feantsa), εκτιμάται ότι 1.287.000 άνθρωποι στην Ευρώπη κοιμούνται στον δρόμο, σε ξενώνες ή σε προσωρινά καταλύματα αστέγων.
Σε πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σημειώνεται ότι σημαντικός αριθμός κρατών-μελών αναφέρει υψηλό ή αυξανόμενο ποσοστό ατόμων ηλικίας 15–29 ετών στον άστεγο πληθυσμό τους. Στην Ιταλία, έως και το ένα τρίτο του άστεγου πληθυσμού αποτελείται από νέους.
Μια σημαντική ομάδα εντός του νεανικού άστεγου πληθυσμού είναι όσοι βγαίνουν από δομές φροντίδας: άνθρωποι που μεγάλωσαν σε ανάδοχες οικογένειες ή σε δομές υποστηριζόμενης διαβίωσης και δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν σε αυτές μετά τα 18 τους.
Επένδυση ή κοινωνική υποδομή;
Ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο που επιβαρύνει την κρίση στέγης είναι η αυξανόμενη «χρηματιστικοποίηση» της κατοικίας. Όταν η κατοικία αντιμετωπίζεται κυρίως ως επενδυτικό προϊόν – συνήθως με διεθνή κεφάλαια – και όχι ως κοινωνικό αγαθό, οι νεώτερες γενιές αποκλείονται δυσανάλογα από την αγορά. Η χρήση της κατοικίας ως μέσου απόδοσης σημαίνει ότι ο πολίτης ανταγωνίζεται πλέον επενδυτές σε μια ολοένα και πιο «σφιχτή» αγορά κατοικίας.
Το σίγουρο είναι ότι η αντιμετώπιση μιας τέτοιας κρίσης απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και συντονισμό μεταξύ στεγαστικής, εργασιακής και κοινωνικής πολιτικής, διαφορετικά το πρόβλημα τείνει να αναπαράγεται. Αν η πρόσβαση σε αξιοπρεπή και προσιτή στέγη συνεχίσει να αποτελεί προνόμιο και όχι κανόνα, οι κοινωνικές ανισότητες στην Ευρώπη θα παγιωθούν.
Σε αυτή τη λογική, η Κομισιόν παρουσίασε την περασμένη Τρίτη, στο Στρασβούργο, «το πρώτο στην ιστορία Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Προσιτή Στέγαση», με στόχο να αντιμετωπίσει μία από τις πιο «πιεστικές ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών, την πρόσβαση σε προσιτή, βιώσιμη και ποιοτική στέγαση». Το σχέδιο επικεντρώνεται στην αύξηση της προσφοράς κατοικιών, στην ενεργοποίηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, στην αντιμετώπιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε περιοχές με στεγαστική πίεση και στη στήριξη των πλέον πληττόμενων ομάδων, νέους, φοιτητές, εργαζόμενους σε κρίσιμους τομείς, άτομα χαμηλού εισοδήματος και άλλες ευάλωτες ομάδες.






