Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Ακαδημαϊκός κ. Προκόπιος Παυλόπουλος παραχώρησε συνέντευξη, με θέμα: «Η επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος ως προϋπόθεση για την εμπέδωση της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο», στο πλαίσιο του Συνεδρίου με τίτλο:«Η Ανατολική Μεσόγειος αλλάζει» που συνδιοργάνωσαν «TheCouncil», «Delphi Economic Forum» και «Το Βήμα». Το ευρύτερο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο των απόψεων που εξέθεσε στην συνέντευξη αυτή ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος συντίθεται από τις εξής γενικότερες πάγιες θέσεις του:
Πρόλογος
«Την επομένη της εύθραυστης ειρήνης που επιτεύχθηκε στην Μέση Ανατολή, και με χρονικό ορίζοντα το προσεχές αλλά και το απώτερο μέλλον, είναι προφανές ότι τα γεωοικονομικά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς, ιδίως υπό το πρίσμα της αξιοποίησης των ενεργειακών πηγών της περιοχής αυτής με πλήρη τήρηση κυρίως των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ (UNCLOS) (Σύμβαση του MontegoBayτου 1982),κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών και πρωτίστως της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Και μόνον η γεωγραφική θέση της Κύπρου αναδεικνύει ευκρινώς ότι ο ρόλος της στο πλαίσιο των ως άνω μεγάλων αλλαγών στην Ανατολική Μεσόγειο είναι, οιονεί εκ φύσεως και εξ ορισμού, καθοριστικός. Περί τούτου αρκούν και μόνον οι «μαρτυρίες» από την μία πλευρά της Ελληνικής Πρωτοβουλίας για το Πολυμερές Σχήμα «5Χ5» στην Ανατολική Μεσόγειο με συμμετοχή Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, Τουρκίας και Λιβύης, για συνεργασία σε κοινά ζητήματα όπως το Μεταναστευτικό, η Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος και η οριοθέτηση Θαλάσσιων Ζωνών. Και, από την άλλη πλευρά, του εντελώς πρόσφατου (6.11.2025) κοινού ανακοινωθέντος των Υπουργών Ενέργειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Ελλάδας, του Ισραήλ και των ΗΠΑ, καθώς και των Συμπροέδρων του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας των ΗΠΑ (Συνεργασία 3+1), αναφορικά με την κοινή δέσμευσή τους για την προώθηση της ενεργειακής ασφάλειας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο ως βασικού παράγοντα σταθερότητας της περιοχής, με βασικούς άξονες την ενεργειακή ανάπτυξη και την προστασία των ενεργειακών υποδομών. Το εξαιρετικά ανησυχητικό γεγονός εν προκειμένω είναι ότι η προαναφερόμενη δεύτερη πρωτοβουλία (Συνεργασία 3+1) προώθησης της ασφάλειας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο και ο αντίστοιχος ρόλος της Κύπρου μάλλον προσεγγίζονται και σχεδιάζονται πάνω σε αμιγώς οικονομικές βάσεις, ενώ απουσιάζουν, σχεδόν παντελώς, οι απαραίτητες πρόσφορες θεσμικές εγγυήσεις, και ιδίως εκείνες που εδράζονται επί του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αυτή την ανησυχητική κατεύθυνση σηματοδοτεί η πρόσφατη συνέντευξη του πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα κ. Τομ Μπάρακ. Στο πλαίσιο της συνέντευξης αυτής ο κ. Τομ Μπάρακ αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία και τόνισε την ανάγκη διαμόρφωσης νέων δομών επικοινωνίας για την εξομάλυνση των σχέσεών τους. Δομών όμως που στηρίζονται αποκλειστικώς επί της οικονομικής συνδεσιμότητας για έναν θεσμοθετημένο διάλογο στην ευρύτερη περιοχή, από την Κασπία έως την Μεσόγειο. Έτσι όμως ο κ. Τομ Μπάρακ απέφυγε επιμελώς να διευκρινίσει πάνω σε ποια θεσμική και κανονιστική βάση θα θεμελιωθεί αυτή η οικονομική συνδεσιμότητα, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι από το σκεπτικό του απουσίαζε επιδεικτικώς οιαδήποτε αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ο προφανής κίνδυνος που ελλοχεύει εξ αιτίας μιας τέτοιας αόριστης τοποθέτησης είναι το όλο εγχείρημα να βασισθεί στα αμιγώς οικονομικά κριτήρια μίας δήθεν «δίκαιης διανομής», με πρόδηλη περιθωριοποίηση ή και παντελή αγνόηση του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ. Οπότε και η μοίρα της Κύπρου σε έναν τέτοιο σχεδιασμό θα κριθεί όχι με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αλλά πάνω στην «προκρούστεια κλίνη» της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Κάτι το οποίο από πλευράς Ελλάδας και Κύπρου πρέπει να θεωρείται αδιανόητο και, άρα, εκ προοιμίου απορριπτέο.
Ι.Ο καίριος ρόλος της Κύπρου στο πεδίο της ενεργειακής ασφάλειας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο
Για τον λόγο αυτό είναι προφανής η ανάγκη να καταστούν ευθύς εξ αρχής σαφή, από την πλευρά της Ελλάδας και της Κύπρου και τα εξής: Ο καίριος ρόλος της Κύπρου στο πεδίο της κατά τα προεκτεθέντα ενεργειακής ασφάλειας και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο -άρα και της σταθερότητας στην περιοχή αυτή- συνάγεται ευκρινώς και από τα σημεία του προμνημονευόμενου κοινού ανακοινωθέντος, τα οποία επικεντρώνονται στην αδήριτη ανάγκη αφενός προγραμματισμού και εκτέλεσης ευρύτερων έργων περιφερειακής διασύνδεσης, εν εξελίξει αλλά και μελλοντικών. Και, αφετέρου, στήριξης του στόχου διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών της περιοχής, με αντίστοιχη μείωση της εξάρτησης από μη «φιλικούς» παράγοντες αλλά και ενίσχυση της συνδεσιμότητας μεταξύ «ομοϊδεατών» φιλικών περιφερειακών εταίρων.
Α.Η ανάγκη άμεσης, δίκαιης και βιώσιμης, επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος
Για να διαδραματίσει στο ακέραιο τον συγκεκριμένο αυτό ρόλο της η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει προηγουμένως να λυθεί το Κυπριακό Ζήτημα με πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ώστε το εν λόγω Κράτος να μπορεί να θωρακισθεί, επίσης στο ακέραιο και καταλλήλως, σε ό,τι αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ως Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1.Κατ’ ακρίβεια δε η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να επανέλθει στο καθεστώς προ της προκλητικώς παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής. Δηλαδή στο καθεστώς μιας Δημοκρατίας η οποία μπορεί να ασκεί, επίσης στο ακέραιο,τουλάχιστον την strictosensu Κυριαρχία της και όλα, ανεξαιρέτως, τα Κυριαρχικά της Δικαιώματα, με έμφαση σε εκείνα τα οποία θεσπίζει και κατοχυρώνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ.
2.Δυστυχώς, έωςτώρακαιμολονότιηΚυπριακήΔημοκρατίακλείνειδύοδεκαετίεςωςπλήρεςΚράτος-ΜέλοςτηςΕυρωπαϊκήςΈνωσης, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ)ουδέποτεενεργοποιήθηκεεπαρκώς -καιοπωσδήποτε υπόόρουςπουανταποκρίνονταιστηνΑρχήτηςΑλληλεγγύηςπροεχόντωςκατά τιςδιατάξειςτουάρθρου 42 παρ. 7 τηςΣυνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)- υπέρτηςΚύπρουκαιειςβάροςτηςΤουρκίας. ΟιμέσωτηςΚΕΠΠΑκυρώσειςεναντίοντηςΤουρκίαςγιατηνκατάφωρηπαραβίασητουΕυρωπαϊκούΔικαίου καιτουΔιεθνούςΔικαίουειςβάροςτηςΚυπριακήςΔημοκρατίαςαπουσιάζουνεπιδεικτικώς, ενώουδέποτεηΧώρααυτήπιέσθηκε, ουσιαστικώς, γιατηνυπόόρουςΕυρωπαϊκούΔικαίουκαιΕυρωπαϊκήςΝομιμότηταςεπίλυσητουΚυπριακούΖητήματος. Δηλαδή υπό όρους ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, όπως απαιτείτο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο.
Β. Οι διαχρονικές αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας και του Ελληνισμού
Μέσα σε αυτή την άκρως δυστοπική πραγματικότητα το βάρος υπεράσπισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πέφτει σχεδόν ολοκληρωτικά στην Ελλάδα, φυσικά σε αγαστή συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία.
1.Ως προς την κοινή γραμμή που αυτονοήτως και αυτοθρόως οφείλουν να ακολουθήσουν, δίχως υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, έναντι της Τουρκίας, πρέπει να διευκρινισθεί προκαταρκτικώς ότι το Κυπριακό Ζήτημα δεν είναι αμιγώς Εθνικό Ζήτημα για την Ελλάδα, υπό την στενή του όρου έννοια. Είναι, τουλάχιστον ως προς τις θεμελιώδεις συνιστώσες του, προέχοντως Ζήτημα Διεθνές και Ευρωπαϊκό, κάτι το οποίο Ελλάδα και Κύπρος διακηρύσσουν παγίως urbietorbi, και κατά κύριο λόγο έναντι της Τουρκίας. Όμως η Ελλάδα οφείλει, ακριβώς για να ανταποκριθεί επαρκώς στην κατά τα προεκτεθέντα αποστολή της υπεράσπισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού Ζητήματος, να χαράξει την όλη στρατηγική της έναντι της Τουρκίας στο πλαίσιο μίας συνολικής προοπτικής. Προοπτικής η οποία λαμβάνει υπόψη της το σύνολο της επί πολλές δεκαετίες προκλητικώς αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας και του Ελληνισμού. Άλλωστε η Τουρκία ουδέποτε προέβαλε ευκαιριακώς, τμηματικώς και αποσπασματικώς, την ως άνω στρατηγική της αλλά, όλως αντιθέτως, την έχει οργανώσει ως ενιαίο σύνολο που προωθεί συστηματικά στην βάση της «κατοχύρωσης των τετελεσμένων» και του «νεότευκτου» ιδεολογήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
2.Οι προμνημονευόμενες προκλητικώς αναθεωρητικές -και στρατηγικού χαρακτήρα γι’ αυτήν- βλέψεις της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και του Ελληνισμού, οι οποίες αγνοούν εντελώς το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, είναι κατά βάση τρεις:
α) Πρώτον, η εν τέλει περιέλευση της Κύπρου υπό τον πλήρη έλεγχό της. Γεγονός το οποίο αποδεικνύεται ευχερώς και εκ του ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει ούτε αποδέχεται κατ’ ουσία λύση του Κυπριακού Ζητήματος με, έστω και στοιχειώδεις, όρους Διεθνούς Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου, στοχεύοντας αρχικώς στην διχοτόμηση και στο απώτερο μέλλον στον εγκλωβισμό της Κύπρου υπό την κυριαρχική της επιρροή.
β) Δεύτερον, η οιονεί «διχοτόμηση» του Αιγαίου Πελάγους και η αντίστοιχη ισομερής συνεκμετάλλευση επ’ αυτού, κατά κατάδηλη παραβίαση κάθε έννοιας των θεμελιωδών αρχών του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ. «Διήκουσα γραμμή» ως προς τούτο είναι ο 25ος μεσημβρινός, υπό την έννοια ότι δι’ αυτού του τρόπου η Τουρκία «διεκδικεί» το 50% του Αιγαίου Πελάγους. Όταν σήμερα, πάντα κατά το Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ, η εν προκειμένω επιρροή της εξαντλείται το πολύ στο 25%, ενώ το υπόλοιπο 75% αναλογεί στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, και πάντα σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ, έχοντας ως σημείο αναφοράς την Αιγιαλίτιδα Ζώνη στο Αιγαίο Πέλαγος εκατέρωθεν υπό το προσωρινό καθεστώς των 6 ν.μ., στην Ελλάδα αναλογεί το 43,5% και στην Τουρκία μόλις το 7,5%. Ενώ αν η Ελλάδα ασκήσει πλήρως το δικαίωμά της για επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 ν.μ. –φυσικά πάντοτε υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ (κυρίως άρθρο 3)- στην Ελλάδα αναλογεί το 71,5% του Αιγαίου Πελάγους και στην Τουρκία μόλις το 8,7%. Τούτο και μόνον εξηγεί την αδιανόητη, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου, προβολή εκ μέρους της Τουρκίας του casus belli του 1995, χρονιάς που άρχισε να ισχύει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ.
γ) Και, τρίτον, η δημιουργία συνθηκών μελλοντικής αυτονόμησης της όλης περιοχής της Ελληνικής Θράκης διά της δημιουργίας μίας ισχυρής δήθεν «τουρκικής μειονότητας». Ήτοι μίας δήθεν «εθνικής μειονότητας», η οποία ουδεμία νομική υπόσταση έχει ή μπορεί να έχει, ιδίως καθ’ ο μέτρο έρχεται σε προφανή αντίθεση με κατ’ ουσίαν καταστατικές διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923. Διατάξεις οι οποίες αναγνωρίζουν στην Ελληνική Θράκη μόνο Θρησκευτική Μουσουλμανική Μειονότητα, και όχι βεβαίως, και μάλιστα καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εθνική «τουρκική μειονότητα».
ΙΙ. Το Κυπριακό Ζήτημα υπό το πρίσμα του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου
Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα παρατέθηκαν προηγουμένως, επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος είναι νοητή και αποδεκτή εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας μόνον υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, φυσικά δίχως ουδεμία έκπτωση οιασδήποτε μορφής. Δοθέντος ότι μόνον έτσι μπορεί η λύση του Κυπριακού Ζητήματος να είναι δίκαιη και βιώσιμη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρατηρούνται τα εξής:
Α. Το Διεθνές Δίκαιο
Το Διεθνές Δίκαιο προσδιορίζει τις κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος με πλειάδα ρυθμίσεων.
- Στις ρυθμίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται, οπωσδήποτε, και τα κάθε είδους κανονιστικού περιεχομένου Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία είναι, και μάλιστα κατ’ επανάληψη και ποικιλοτρόπως, απεριφράστως καταδικαστικά για την Τουρκία ήδη από το 1974, όταν και συντελέσθηκε η βάρβαρη εισβολή στην Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπενθυμίζεται, ότι τα πιο κρίσιμα εν προκειμένω Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας υπήρξαν -και παραμένουν- προεχόντως τα εξής:
α) Πριν απ’ όλα το αρχικό, βασικό, Ψήφισμα της 20.7.1974 αρ. 353/1974, για την απερίφραστη καταδίκη της τουρκικής εισβολής και για την έκκληση-απόφαση πλήρους σεβασμού της Ανεξαρτησίας, της Κυριαρχίας και της Εδαφικής Ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Ψήφισμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και συμπληρώθηκε επί το αυστηρότερο -ιδίως λόγω της συνέχισης και επέκτασης της τουρκικής εισβολής το 1974, της επίδειξης προκλητικής αδιαλλαξίας εκ μέρους της Τουρκίας και της από ανθρωπιστική έποψη θλιβερής κατάστασης των προσφύγων- με τα διαδοχικά Ψηφίσματα της 23.7.1974, αρ. 354/1974, 1.8.1974, αρ. 355/1974, 14.8.1974, αρ. 357/1974, 15.8.1974, αρ. 358/1974, 15.8.1974, αρ. 359/1974, 16.8.1974, αρ. 360/1974, 30.8.1974, αρ. 361/1974 και 13.12.1974, αρ. 364/1974.
β) Και ύστερα το, καθοριστικής σημασίας για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά τρόπο σύμφωνο με το Διεθνές Δίκαιο, Ψήφισμα της 12.3.1975 αρ. 367/1975, με το οποίο καταδικάσθηκε, επίσης απεριφράστως, και θεωρήθηκε παντελώς ανυπόστατη η μονομερής, από πλευράς Τουρκίας, απόφαση της 13.2.1975 για την δημιουργία του διεθνώς πλήρως απομονωμένου έκτοτε ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Σημειωτέον, ότι το ως άνω Ψήφισμα συμπληρώθηκε, ειδικώς ως προς τους κατά το Διεθνές Δίκαιο επιβεβλημένους όρους επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, με τα Ψηφίσματα της 18.11.1983, αρ. 541/1983, 11.5.1984, αρ. 550/1984, 12.3.1990, αρ. 649/1990, 10.4.1992, αρ. 750/1992, 25.11.1992, αρ. 789/1992 και 29.6.1999, αρ. 1251/1999. Συγκεκριμένα δε με τα τελευταία αυτά Ψηφίσματα έγινε -και έκτοτε γίνεται παγίως- δεκτό ότι η σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο λύση του Κυπριακού Ζητήματος προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστο, πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να είναι, δίχως άλλους όρους και προϋποθέσεις, Ανεξάρτητο Κράτος, με μία και μόνη Κυριαρχία, μία και μόνη Διεθνή Προσωπικότητα και μία και μόνη Ιθαγένεια, οργανωμένο πολιτειακώς υπό την μορφή Δικοινοτικής και Διζωνικής Ομοσπονδίας -άρα αποκλειομένου, οιονεί εξ ορισμού, του Συνομοσπονδιακού Κράτους- ενώ συνακόλουθα απορρίπτεται, και μάλιστα κατηγορηματικώς, κάθε «προοπτική» διχοτόμησης ή απόσχισης.
- Περαιτέρω, για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος βαρύνουσα είναι η σημασία των ρυθμίσεων του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ. Κυρίως δε των ρυθμίσεών της αναφορικά με την stricto sensu Κυριαρχία και με τα επιμέρους Κυριαρχικά Δικαιώματα των Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ.
α) Σύμβαση η οποία, όπως επισημάνθηκε ήδη ακροθιγώς, καταρτίσθηκε το 1982 -ως «Σύμβαση του MontegoBay»- και άρχισε να ισχύει από το 1995. Και Σύμβασης στην οποία έχει προσχωρήσει αυτοτελώς -ήτοι ως νομικό πρόσωπο, πέραν των νομικών προσώπων των Κρατών-Μελών της- η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1998. Γεγονός που σημαίνει πως η Σύμβαση αυτή αποτελεί έκτοτε και αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, το οποίο αυτονοήτως δεσμεύει πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλα τα Κράτη-Μέλη της. Πρέπει δε να δεσμεύει, σύμφωνα με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993 και της Μαδρίτης του 1995 όπως διαρκώς επικαιροποιούνται, και τα υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Κράτη -όπως π.χ. η Τουρκία- κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 και 49 της ΣΕΕ.
β) Ανεξαρτήτως τούτου, και σύμφωνα με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η προμνημονευόμενη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας δεσμεύει και Κράτη, τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτή -όπως και η Τουρκία- διότι, λόγω του ότι εν πάση περιπτώσει έχει προσχωρήσει σε αυτή ικανός αριθμός Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεσμευτικούς ergaomnes. Δηλαδή ακόμη και για τα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας που δεν την έχουν γραπτώς αποδεχθεί. Αυτό ισχύει τόσο περισσότερο για την Τουρκία όσο, καθώς η αντιφατική και προκλητική εξωτερική πολιτική της το αποδεικνύει, αποδέχεται την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας «κατά το δοκούν», όπως προκύπτει ανενδοιάστως και από την υπογραφή μεταξύ αυτής και της τότε φερόμενης ως Κυβέρνησης της Λιβύης του νομικώς παντελώς ανυπόστατου «τουρκολιβυκού μνημονίου», του 2019. Επισημαίνεται -προκειμένου να το προβάλλουμε αδιαλείπτως διεθνώς, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν συμβαίνει με την απαιτούμενη σταθερότητα και «καθαρότητα»- ότι το νομικώς παντελώς ανυπόστατο του «τουρκολιβυκού μνημονίου» έχει ρητώς αποδεχθεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την σαφή απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2019. Η δε «πρωτοκόλληση» του «μνημονίου» τούτου από τον ΟΗΕ το 2020 ουδένα νομικό κύρος προσθέτει ή διασφαλίζει σε αυτό αφού, όπως έχει αποδείξει η σχετική πρακτική τέτοιων «πρωτοκολλήσεων» διεθνών κειμένων, πρόκειται για καθαρώς τυπική διαδικασία που ουδόλως σχετίζεται με την αναγνώριση της «κανονιστικής δυναμικής» των ποικιλόμορφων ως άνω κειμένων.
Β. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Πολύ περισσότερο βαρύνουσα όμως για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος είναι η σημασία και η επιρροή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και τούτο διότι, όπως ήδη τονίσθηκε, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. Κατά τούτο δεν νοείται δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος αν αυτή δεν είναι πλήρως σύμφωνη με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτίστως δε με τις θεμελιώδεις θεσμικές συντεταγμένες του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατ’ εξοχήν μέσω της θεμελιώδους για την θεσμική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΕΕ, θέτει τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως προς την νομική και θεσμική υπόσταση ενός Κράτους, προκειμένου να είναι σε θέση να αποτελέσει, με την απαραίτητη αποτελεσματικότητα και διάρκεια, Κράτος-Μέλος της. Δηλαδή έτσι ώστε η συμμετοχή του στο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα να μην υπονομεύει, dejure και defacto, την θεσμική και πολιτική συνοχή και προοπτική του, αρχής γενομένης από την συνεχή και αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη όλων, ανεξαιρέτως, των κανόνων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.
- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1-12 της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχει μία και μόνη Νομική Προσωπικότητα διεθνώς. Αυτό προκύπτει π.χ. κυρίως από τις διατάξεις του άρθρου 5 της ΣΕΕ, ως προς τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της. Καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 της ΣΕΕ, ως προς την εκπροσώπηση του Κράτους-Μέλους στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Διότι, όπως είναι ευνόητο, ένας τέτοιος καταμερισμός αρμοδιοτήτων καθώς και μία τέτοια εκπροσώπηση προϋποθέτουν Κράτος-Μέλος, το οποίο είναι σε θέση να ανταποκριθεί πλήρως ως προς όλα αυτά τα κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθήκοντα κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη και αποτελεσματική «απορρόφηση»της ολότητας του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
- Από την προπαρατεθείσα προϋπόθεση της μίας και μόνης Νομικής Προσωπικότητας διεθνώς απορρέει, αυτοθρόως, και η προϋπόθεση της μίας και μόνης Ιθαγένειας. Πολλώ μάλλον όταν διεθνώς δεν υφίσταται παράδειγμα Κράτους με μία νομική προσωπικότητα διεθνώς που αναγνωρίζει εντός αυτού περισσότερες της μίας ιθαγένειες. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το γεγονός ότι η αναγνώριση περισσότερων της μίας ιθαγενειών ανοίγει, και δη διάπλατα, τον δρόμο για την αναγνώριση και περισσότερων του ενός Κρατών ή και για την επιβολή ενός πολιτειακού καθεστώτος χαλαρής συνομοσπονδίας. Καθεστώτος το οποίο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια, δεν μπορεί να ισχύσει για την Κυπριακή Δημοκρατία κατά το Διεθνές Δίκαιο, και οπωσδήποτε κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
- Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι Κυρίαρχο, όπως συνάγεται ευχερώς ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ. Τα ουσιώδη συστατικά στοιχεία («essentialianegotii») της εσωτερικής και της εξωτερικής Κυριαρχίας ενός Κράτους -κατά βάση ως της ικανότητας της αυτοδύναμης επιβολής της εξουσίας του χωρίς να περιορίζεται από άλλη βούληση- είναι κοινώς γνωστά σύμφωνα με τους κανόνες του Συνταγματικού Δικαίου διεθνώς. Επομένως, στο σημείο αυτό αρκεί η ειδικότερη αναφορά στις προϋποθέσεις που καθιερώνουν οι ως άνω ρυθμίσεις της ΣΕΕ:
α) Κατά πρώτο λόγο το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές της ΣΕΕ, πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει τις θεμελιώδεις λειτουργίες του. Ιδίως δε την διασφάλιση της Εδαφικής Ακεραιότητας, την διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης και την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας. Αφού στην αντίθετη περίπτωση η Κυριαρχία καθίσταται, άνευ άλλου τινός, «γράμμα κενό περιεχομένου» intra και extramuros. Τούτο δε καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους-Μέλους και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συνακόλουθα δε υπονομεύει καταλυτικώς την δομή και την λειτουργία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Άρα Κράτος ικανό να ασκήσει, στο ακέραιο, τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματα της strictosensu Κυριαρχίας του καθώς και όλα τα εντεύθεν επιμέρους Κυριαρχικά του Δικαιώματα. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει από την μία πλευρά τον θεσμικό πυρήνα της strictosensu Κυριαρχίας του κάθε Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, η οποία ασκείται πλήρως πέραν της Ηπειρωτικής Επικράτειας και στα Χωρικά Ύδατα ή Χωρική Θάλασσα -δηλαδή στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη- πρωτίστως κατά τις διατάξεις του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ. Και, από την άλλη πλευρά, τον θεσμικό πυρήνα της latosensu Κυριαρχίας, η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα επιμέρους αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο Κυριαρχικά Δικαιώματα κάθε Κράτους. Κατά βάση δε τα Κυριαρχικά Δικαιώματα τα σχετικά με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 επ. του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ και με την Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 επ. του ίδιου Δικαίου.
- Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται στην βάση των θεσμικοπολιτικών «συντεταγμένων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αφού κατά το άρθρο 10 παρ.1 της ΣΕΕ η όλη δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν νοείται και Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο δεν στηρίζεται, ουσιαστικώς και στην πράξη, στο όλο θεσμικοπολιτικό πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τούτο επιβάλλει, συνακόλουθα, εκ μέρους του Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
α) Πλήρη σεβασμό της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και των βασικών θεσμικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 2 της ΣΕΕ. Και ως προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών διευκρινίζεται ότι αυτή, μεταξύ άλλων, αφενός επιτρέπει την «διασταύρωσή» τους μόνο στο μέτρο που το προβλέπει με τους ειδικότερους επιμέρους κανόνες δικαίου το δημοκρατικώς θεσπισμένο Σύνταγμα. Και, αφετέρου, δεν ανέχεται «εκπτώσεις» κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την λειτουργία του κυρωτικού μηχανισμού της Δικαστικής Εξουσίας, υπό το καθεστώς των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών που την στελεχώνουν. Ως προς δε το Κράτος Δικαίου, είναι προφανές ότι το θεσμικό του «οπλοστάσιο» επιβάλλει, οπωσδήποτε, και την ύπαρξη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών για κάθε παραβίαση της Αρχής της Νομιμότητας από τα κρατικά όργανα, με «προεξάρχοντα» τον κατά τ’ ανωτέρω μηχανισμό της Δικαστικής Εξουσίας.
β) Και πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και πάλι συμβαίνει άλλωστε και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 2και του άρθρου 6 της ΣΕΕ. Ας σημειωθεί, ότι μια τέτοια προϋπόθεση είναι τόσο περισσότερο συνυφασμένη με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όσο κατά την ιστορική της διαδρομή αυτή εμπεδώθηκε, από θεσμική και πολιτική έποψη, ως καθεστώς εγγύησης της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις -και προεχόντως υπό την έκφανση της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- σύμφωνα με την εξίσου θεμελιώδη για το σύγχρονο δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος Δημοκρατική Αρχή.
- Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ΣΕΕ, το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνει πλήρως και όλες τις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεις του. Ιδίως δε την «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, ως προς το σύνολο των κανονιστικών του συντεταγμένων. Με βάση δε το κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κράτος Δικαίου, κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων αυτών εκ μέρους του Κράτους-Μέλους, όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7 της ΣΕΕ.
- Από τ’ ανωτέρω συνάγεται και ότι το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να οργανώνεται με βάση μία και ενιαία δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη.
α) Έννομη Τάξη «επικεφαλής» της οποίας είναι το Εθνικό Σύνταγμα, ως εμβληματική εγγύηση της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
β) Όπως είναι προφανές, μόνον υπ’ αυτή την προϋπόθεση της ιεραρχικώς δομημένης και δημοκρατικώς νομιμοποιημένης Έννομης Τάξης είναι εφικτό να γίνουν πλήρως σεβαστές στην πράξη οι εγγυήσεις αποτελεσματικής εφαρμογής των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Επέκεινα δε και οι εγγυήσεις αγαστής συνύπαρξής της με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη και, κατά λογική νομική ακολουθία, οι εγγυήσεις ομαλής και αδιάλειπτης «απορρόφησης» από αυτή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου στο σύνολό του, όπως ήδη επεξηγήθηκε.
- Στις ως άνω προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος πρέπει να προστεθούν και οι εξής δύο οι οποίες απορρέουν, και αυτές, αμέσως ή εμμέσως από το Διεθνές Δίκαιο και από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο:
α) Στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κυρίαρχου Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να ισχύουν εγγυήσεις κάθε είδους τρίτων Κρατών, ούτε να υπάρχουν στο έδαφός της στρατεύματα κατοχής. Το παράδειγμα της οριστικής ενοποίησης της Γερμανίας, ως «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», το 1990 μόνον ύστερα από την αποχώρηση και του τελευταίου σοβιετικού στρατιώτη τεκμηριώνει επαρκώς την βασιμότητα της προϋπόθεσης αυτής, και κατά το Διεθνές Δίκαιο και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β) Από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει ν’ αποχωρήσουν σταδιακώς και όλοι οι έποικοι που «εγκατέστησε» εκεί η Τουρκία. Και να επανέλθουν στις εστίες τους οι νόμιμοι, κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά την νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κύριοι των κατεχόμενων από τους έποικους ακινήτων.
ΙΙΙ. Οι κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος κατά το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Από τα όσα ήδη παρατέθηκαν καθίσταται προφανές ότι η επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, με πλήρη τήρηση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρέπει να πληροί, εν συνόλω, τις εξής προϋποθέσεις:
Α. Πρώτον, ηΚυπριακήΔημοκρατίαπρέπειναέχειτηνπολιτειακήμορφήτοπολύΟμοσπονδιακούΚράτους, κατά τα Διεθνή και κυρίως κατά τα Ευρωπαϊκά αντίστοιχα πρότυπα. Ουδεμία μορφή Συνομοσπονδίας, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη, είναι ανεκτή. Και τούτο πρωτίστως διότι πέραν του ότι μία τέτοια «λύση» είναι, εξορισμού, θνησιγενής καιεξυπηρετείμόνοτιςβλέψειςκαιτασυμφέροντατηςΤουρκίαςμετοναοδηγείσεουσιαστικήπολιτειακήαποσύνθεσητην Κυπριακή Δημοκρατία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον πυρήνα του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου. Κυρίως δε με τις διατάξεις της ΣΕΕ, ωςπροςτην πολιτειακή μορφή καιτη κυριαρχία των Κρατών-Μελών της. Πραγματικά, αποτελεί κοινό νομικό καιπολιτικό«τόπο» ότι Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν μπορεί να είναι Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δοθέντος ότι δεν δύναται, εκφύσεως, ν’ανταποκριθεί, μεταξύ άλλων, στιςαπαιτήσειςεπαρκούςτήρησηςτουΕυρωπαϊκούΚεκτημένου. Αυτό και μόνον αποδεικνύει, δίχως αμφιβολία, μεταξύ άλλων και ότι το περιβόητο «σχέδιο Ανάν» για την Κύπρο όχι μόνο δεν υπήρξε «χαμένη ευκαιρία» αλλά, όλως αντιθέτως, αν εφαρμοζόταν -και με δεδομένο το ότι κατέληγε στην δημιουργία κράτους συνομοσπονδιακού τύπου- θα οδηγούσε, νομοτελειακώς, στην διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Β. Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται, καθ’ολοκληρία, στις θεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικής εγγύησης της Ελευθερίας in globo. Άραως θεσμικής εγγύησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι μόνο κατά το Εθνικό Δίκαιο αλλά και κατά το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Γ. Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία Διεθνή Νομική Προσωπικότητα.
Δ. Τέταρτον, στην Κυπριακή Δημοκρατία νοείται μία, και μόνον, Ιθαγένεια.
Ε. Πέμπτον, ηΚυριαρχίατηςΚυπριακήςΔημοκρατίαςπρέπειναείναιπλήρης, με εξίσου πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Τούτο σημαίνει πληρότητα και της stricto sensu Κυριαρχίας -π.χ. σε ό,τι αφορά την εδαφική της ακεραιότητα, τα σύνορά της, την αιγιαλίτιδα ζώνητ ης κ.λπ.- καιτης latosensu Κυριαρχίαςτ ης, άρα την πλήρη άσκηση όλων, δίχως οποιαδήποτε διάκριση, των Κυριαρχικων της Δικαιωματων, με επίκεντρο τα Δικαιώματά της επί τουσυνόλουτων Θαλάσσιων Ζωνών της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, π.χ. επί της Υφαλοκρηπίδας Της Καιτης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της. Ουδεμία Δε Επιρροή Ασκεί Επ Αυτού, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, το ότι η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στη άνω Διεθνή Σύμβαση αφού αυτή, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου οι οποίοι ισχύουν ergaomnes.
ΣΤ. Έκτον -και κατά συνέπεια- επίτηςΚυπριακήςΔημοκρατίαςδενείναιεπιτρεπτόναπαραμένουν, κατ ουδένα τρόπο, στρατεύματα κατοχής ούτε να ισχύουν, επίσης κατ ουδένα τρόπο, εγγυήσεις τρίτων. Και στις«εγγυήσεις» αυτέςπεριλαμβάνονται ενδεχόμενες«εγγυήσεις» και της Μεγάλης Βρετανίας, ιδίωςαφότουσυντελέσθηκετοBrexit.
Ζ. Και, έβδομον, ταπροεκτεθέντασυνεπάγονταιότιαπότηνΚυπριακήΔημοκρατίαπρέπεινααποχωρήσουν, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, οι«έποικοι», τους οποίους εγκατέστησε παρανόμως, σύμφωναμάλισταμετηννομολογίατουΕυρωπαϊκούΔικαστηρίουτωνΔικαιωμάτωντουΑνθρώπου, η Τουρκία και να επανέλθουν οι αναγκαστικως αποχωρήσαντες από τις εστίες τους, λόγω της τουρκικής εισβολής, πρόσφυγες, ανακτώντας στο ακέραιο όλα τα κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και κατά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαιώματά τους.
Επίλογος
Όσο για τη Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ, ηκατ’αποτέλεσμα«ισότιμη» αντιμετώπισηΤουρκίαςκαιΚύπρου -δηλαδήτου«θύτη» μετο«θύμα» τηςτουρκικήςεισβολήςκαικατοχής- κατάτηνλογικήτηςανοχήςτωνατέρμονωνκαικενώνπεριεχομένουσυζητήσεωνμεταξύτωνδύομερών, δείχνει πόσο στις μέρες μας το Διεθνές Δίκαιο, μεαποκλειστικήευθύνητηςίδιαςτηςΔιεθνούςΚοινότηταςκαιτουΟΗΕ, συντίθεται όχι τόσο από legesperfectae, αλλά σε πολλές περιπτώσεις από legesminusquamperfectae ή και legesimperfectae. Ελλάδα και Κύπρος, λοιπόν, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν αυτή την οιονεί«χειμέρια νάρκη» της ΚΕΠΠΑ καιτης Διεθνούς Νομιμότητας πρέπειναθέσουν, ως Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, προτωνευθυνώντους τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς Και Εκείνους της Διεθνούς Κοινότητας επισημαίνοντας, χωρίς περιστροφές, υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, και εξής: Όπως όλοι στεκόμαστε σήμερα στο πλευρό της Ουκρανίας, καταδικάζοντας απεριφράστως και εμπράκτως το πολεμικό έγκλημα της Ρωσίας, στηνίδιαγραμμήυπεράσπισηςτης ΕυρωπαϊκήςΝομιμότητας καιτης Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει να καταδικασθεί-μεχρησιμοποίησητουvetoανχρειασθείσεμελλοντικέςαποφάσειςτηςΕυρωπαϊκήςΈνωσης- απεριφράστωςκαιεμπράκτως κα ιη συνεχιζόμενη εγκληματικήτακτικήτης Τουρκίας εις βάρος της Μαρτυρικής Κύπρου. Διότι επιλεκτική εφαρμογή της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας οδηγεί, μοιραίως, στην ουσιαστική αναίρεσή τους.»






