Ρεπορτάζ: Αντώνης Ζήβας
Στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μέριλαντ παρουσιάστηκε ο Τζον Μπόλτον, όπου προσήλθε σήμερα για να παραδοθεί επίσημα, μετά την έκδοση ποινικών διώξεων εναντίον του για την διαρροή διαβαθμισμένων εγγράφων.
Ο Μπόλτον, που υπηρέτησε ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ και στη συνέχεια άσκησε έντονη κριτική προς τον Αμερικανό πρόεδρο, δεν έκανε δηλώσεις κατά την άφιξή του στο δικαστήριο.
Ο Μπόλτον και η νομική του ομάδα εθεάθησαν να εισέρχονται στα γραφεία της Υπηρεσίας Ομοσπονδιακών Εφόρων και σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, o δικηγόρος του υποστήριξε ότι ο πελάτης του δεν διέρρευσε, ούτε αποθήκευσε παράνομα οποιοδήποτε ευαίσθητο υλικό.
Στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι ο Μπόλτον φέρεται να κοινοποίησε εμπιστευτικές πληροφορίες σε δύο συγγενικά του πρόσωπα — πιθανόν για χρήση τους στο βιβλίο που σχεδιάζει να γράψει όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων σημειώσεων από ενημερώσεις υπηρεσιών πληροφοριών αλλά και λεπτομέρειες από συναντήσεις με κορυφαίους αξιωματούχους και ξένους ηγέτες.
«Ανυπομονώ για τη μάχη υπέρ της νομιμότητας της δράσης μου και για την αποκάλυψη της κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του Τραμπ», ανέφερε την Πέμπτη 16/10, ο Μπόλτον σε δήλωσή του.
Τα στοιχεία της έρευνας για τον Μπόλντον
Η ομοσπονδιακή έρευνα βασίζεται σε τμήματα 18 άρθρων, που περιλαμβάνουν 8 κατηγορίες για παράνομη αποστολή πληροφοριών εθνικής άμυνας και 10 για παράνομη διατήρηση τέτοιων πληροφοριών.
Οι εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι ο Μπόλτον έστειλε «ημερολογιακού τύπου» σημειώσεις, που περιείχαν διαβαθμισμένα αρχεία, προς τη σύζυγό του και την κόρη του, με χρήση προσωπικών λογαριασμών email και εφαρμογών αποστολής μηνυμάτων.
Η έρευνα προέκυψε ύστερα από έφοδο της FBI στις 22 Αυγούστου 2025 στο σπίτι του Μπόλτον στο Μέριλαντ και στο γραφείο του στην Ουάσιγκτον D.C., όπου κατασχέθηκαν υπολογιστές, έγγραφα και φάκελοι με ένδειξη: «Trump I-IV».
Από τα έγγραφα που βρέθηκαν στο γραφείο του Μπόλτον, κάποια χαρακτηρίζονταν ως «classified» (σ.σ. διαβαθμισμένα-απόρρητα) και αφορούσαν πληροφορίες για όπλα μαζικής καταστροφής, στρατηγικές επικοινωνίες και αποστολές των ΗΠΑ στον ΟΗΕ.
Ο ίδιος ο Μπόλτον αρνείται κάθε τις κατηγορίες και χαρακτηρίζει τις διώξεις εναντίον του ως πολιτικά υποκινούμενες.
Εκπρόσωποί του υποστηρίζουν ότι οι κοινοποιήσεις είχαν να κάνουν με προσωπικές σημειώσεις που δεν εμπίπτουν στους όρους της ασφάλειας.
Ο Μπόλτον έγινε ευρύτερα γνωστός επίσης για το βιβλίο του «The Room Where It Happened}, το οποίο κρίθηκε ότι περιείχε υλικό με διαβαθμισμένες πληροφορίες. Η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να εμποδίσει την κυκλοφορία του, υποστηρίζοντας ότι παραβίαζε συμφωνίες περί προέγκρισης δημοσιεύσεων.
Η υπόθεση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύμα νομικών ενεργειών κατά επικριτών του Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που έχει εγείρει συζητήσεις για κατάχρηση εξουσίας από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου και πολιτική σκοπιμότητα.






